Θεραπεία Αλλοιώσεων

Υπάρχει θεραπεία για τους HPV;

Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί, ότι η θεραπεία για τους HPV δεν είναι αιτιολογική. Δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο, που να απαλλάσσει τον οργανισμό μας από τον ιό. Η λεγόμενη θεραπεία είναι η αφαίρεση ή η καταστροφή του ιστού που έχει αλλοιώσεις. Ο ιός παραμένει στα επιθήλια του γεννητικού συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και για πάντα. Αυτό δεν είναι ανησυχητικό, ακόμη και στις περιπτώσεις από επικίνδυνους HPV. Οι υποτροπές των αλλοιώσεων είναι λίγες και εάν οι ασθενείς παρακολουθούνται δεν υπάρχει κίνδυνος. Στις περιπτώσεις εκείνες, που υπερισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και η λοίμωξη υποχωρεί από μόνη της, σπάνια έχουμε υποτροπές. Σε άλλες ασθενείς, που κρίνουμε σκόπιμο, ότι πρέπει να επέμβουμε και να καταστρέψουμε ή να αφαιρέσουμε τις αλλοιώσεις (οξυτενή κονδυλώματα ή προκαρκινικές), πάλι περιμένουμε να υπερισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα. Μετά την εξαφάνιση των αλλοιώσεων, έχει να αντιμετωπίσει μικρότερο ιϊκό φορτίο και είναι ευκολότερο να καταστείλει τους HPV που παραμένουν.

Ας δούμε τι συμβαίνει με τις διάφορες λοιμώξεις. Βασικός κανόνας στη φύση είναι η αναπαραγωγή των ειδών. Αυτό συμβαίνει και με τους μικροοργανισμούς.

Οποιοσδήποτε μολυσματικός παράγοντας, είτε είναι βακτηρίδιο είτε ιός, έχει ως σκοπό την αναπαραγωγή του. Εισβάλλει λοιπόν στο σώμα μας και αρχίζει να πολλαπλασιάζεται. Ο οργανισμός μας προσπαθεί να τον εμποδίσει σε τοπικό επίπεδο, στο σημείο εισβολής. Διαθέτουμε πολλά είδη κυττάρων που επιτίθενται στους εισβολείς (Τ-λεμφοκύτταρα, μακροφάγα, κύτταρα Langerhans, Natural Killer Cells, κ.ά.). Αυτός ο τρόπος άμυνας, σε τοπικό επίπεδο, λέγεται κυτταρική ανοσία. Στην περίπτωση, που οι μηχανισμοί της κυτταρικής ανοσίας λειτουργήσουν άψογα, καταστέλλεται η λοίμωξη στο πολύ αρχικό της στάδιο. Μπορεί, όμως, ο μικροοργανισμός να είναι πολύ ισχυρός, να είναι σε μεγάλη ποσότητα ή το ανοσοποιητικό μας σύστημα να μην είναι σε φόρμα. Τότε αρχίζει ο εισβολέας να αναπαράγεται σε τοπικό επίπεδο.

Το σώμα μας έχει και άλλους μηχανισμούς για να τον εμποδίσει, που αποτελούν τη χυμική ανοσία. Διαθέτει ουσίες που κυκλοφορούν στο αίμα μας και στη λέμφο (στους «χυμούς» του σώματος – γι’ αυτό λέγεται και χυμική) και ο ρόλος τους είναι να σκοτώνουν τους λοιμογόνους παράγοντες. Επίσης, η χυμική ανοσία περιλαμβάνει και πιο εξειδικευμένους μηχανισμούς. «Φωτογραφίζεται» ο εισβολέας (που επιστημονικά αναφέρεται σαν αντιγόνο) και ο οργανισμός μας τότε παράγει τα γνωστά μας αντισώματα. Τα αντισώματα κατασκευάζονται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα, με εξειδίκευση για το συγκεκριμένο εισβολέα και πηγαίνουν σαν εκπαιδευμένος στρατός μέσω της κυκλοφορίας του αίματος σε όλο το σώμα μας. Η πορεία λοιπόν μιας λοίμωξης είναι θέμα ισορροπιών. Ποιος θα επικρατήσει; Το αμυντικό μας σύστημα ή ο λοιμογόνος εισβολέας; Οι αμυντικοί μας μηχανισμοί τίθενται σε δράση σταδιακά. Μόνο αν δεν τα καταφέρουν, αναπτύσσεται λοίμωξη. Στη λοίμωξη έχουμε μεγάλες ποσότητες μικροοργανισμών στο σώμα μας, που συνεχώς πολλαπλασιάζονται και παρεμβαίνουν στη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων μας.

Η ιατρική επιστήμη, όσον αφορά στις λοιμώξεις, μας βοηθά προληπτικά ή θεραπευτικά:

  • Πρόληψη λοιμώξεων με τη βοήθεια εμβολίων. Χορηγούνται τροποποιημένες ουσίες, που ο οργανισμός μας αντιλαμβάνεται ως μολυσματικούς παράγοντες και παράγει ειδικά αντισώματα για την καταπολέμησή τους. Σε μελλοντική εισβολή από τον αληθινό μολυσματικό παράγοντα (μικρόβιο ή ιό) τα ήδη υπάρχοντα αντισώματα τον αδρανοποιούν.
  • Πρόληψη μέσω ισχυροποίησης του ανοσοποιητικού μας (συμβουλές για καλή σωματική και ψυχική υγεία, υγιεινή διατροφή, άσκηση, αποφυγή καπνίσματος και άλλων ανθυγιεινών συνηθειών) και
  • Χορήγηση θεραπευτικών ουσιών, σε ενεργό λοίμωξη. Σε μια ουρολοίμωξη π.χ. περιμένουμε το αποτέλεσμα της καλλιέργειας (που δείχνει, ας πούμε, το βακτηρίδιο E. coli). Μετά, βλέπουμε στο αντιβιόγραμμα ποιο είναι το καλύτερο αντιβιοτικό και το χορηγούμε για να σκοτώσουμε το βακτηρίδιο. Το ίδιο ισχύει και στις άλλες βακτηριδιακές φλεγμονές (αμυγδαλίτιδα, πνευμονία, μηνιγγίτιδα κ.ά.).

Με τη χρήση αντιβιοτικών εκριζώνουμε μια βακτηριδιακή λοίμωξη. Με τους ιούς τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Σε ορισμένες ιώσεις, όπως στον έρπητα ή ακόμη και στο AIDS έχουν βρεθεί αντιϊικά φάρμακα, που καταστέλλουν τον ιό (αλλά δυστυχώς δεν τον εκριζώνουν).

Όπως συμβαίνει λοιπόν και για τους άλλους ιούς, έτσι δεν υπάρχει σήμερα αιτιολογική θεραπεία και για τους HPV. Όμως, υπάρχει λόγος ανησυχίας όταν το 90% και πλέον των λοιμώξεων από τους HPV υποχωρούν αυτόματα και οι λίγες εκείνες περιπτώσεις –οι οποίες εξελίσσονται προς καρκίνο– εμφανίζουν συνήθως προκαρκινικές αλλοιώσεις, που μπορεί να διαγνωστούν και να αφαιρεθούν;

Ας δούμε ξανά τα δεδομένα:

Η μόλυνση από τους HPV έχει κάποιες ιδιαιτερότητες:

  • Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο ιός αντιμετωπίζεται από τον οργανισμό μας κυρίως με κυτταρικού τύπου ανοσία. Στην πλειοψηφία των ανθρώπων με υγιές ανοσοποιητικό σύστημα, οι μηχανισμοί κυτταρικής ανοσίας καταστέλλουν τη λοιμογόνο δράση του HPV μέσα σε λίγους μήνες ή το πολύ σε λίγα χρόνια από την πρωτομόλυνση.
  • Οι γεννητικοί τύποι των HPV είναι επιλεκτικοί, όσον αφορά στις περιοχές που προσβάλλουν. Πολλαπλασιάζονται μόνο στο επιθήλιο του δέρματος και σε ορισμένους βλεννογόνους, όπως στο γεννητικό σύστημα και στον πρωκτικό σωλήνα. Προτιμούν να παραμένουν σε ζεστές και υγρές περιοχές και έχουν προτίμηση σε επιθήλια μεταπλαστικού τύπου. Δεν κυκλοφορούν στο αίμα μας. Γνωρίζουμε, ότι εκτός από την κυτταρική, αναπτύσσεται με βραδύ ρυθμό και «κάποιου βαθμού» χυμική ανοσία. Λέμε «κάποιου βαθμού», επειδή οι HPV δεν δίνουν στον οργανισμό ισχυρό αντιγονικό ερέθισμα και δεν παράγεται ικανός αριθμός αντισωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος, που δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε εύκολα στο αίμα μας αντισώματα από τους HPV και να γνωρίζουμε αν υπάρχει καινούργια ή παλιά μόλυνση (με την ανίχνευση ανοσοσφαιρινών IgA ή IgG).
  • Ευτυχώς, στη μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που μολύνονται δεν εκδηλώνονται αλλοιώσεις (έχουμε μόνο λανθάνουσα λοίμωξη) ή εκδηλώνεται αρχικά περιορισμένη λοίμωξη, αλλά επέρχεται το πολύ εντός δύο ετών η φάση εξισορρόπησης. Μετά τη φάση εξισορρόπησης, ο ιός συνήθως καταστέλλεται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Αυτός είναι ο κανόνας για το σύνολο των HPV χαμηλού κινδύνου. Επίσης, αυτό συμβαίνει στο 90% των περιπτώσεων μόλυνσης από HPV υψηλού κινδύνου. Η καταστολή του ιού έχει αποδειχθεί, ότι είναι ευκολότερη σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας των 25 ετών (λόγω δυνατού ανοσοποιητικού συστήματος).
  • Στο 10% των γυναικών, που μολύνθηκαν από HPV υψηλού κινδύνου, έχουμε παραμονή της λοίμωξης στον τράχηλο της μήτρας ή συνεχείς υποτροπές. Αυτή η ομάδα γυναικών έχει αποδειχθεί, ότι έχει πιθανότητα να αναπτύξει προκαρκινικές αλλοιώσεις στα επόμενα χρόνια και αργότερα διηθητικό καρκίνο. Εάν μιλάμε λοιπόν για θεραπευτική παρέμβαση θα πρέπει να βρούμε αυτή την ομάδα γυναικών και να αφαιρέσουμε τις προκαρκινικές αλλοιώσεις, όπου υπάρχουν, πριν να είναι αργά.
  • Η παρακολούθηση είναι επιβεβλημένη είτε επιλέγουμε να μην προχωρήσουμε σε αφαίρεση των αλλοιώσεων είτε όχι.

Ας δούμε μερικές απορίες γυναικών:

Είναι δυνατόν να γνωρίζουμε, ότι μια γυναίκα μολύνθηκε από HPV υψηλού κινδύνου, που ενδεχόμενα θα της προκαλέσει καρκίνο τραχήλου και να μην κάνουμε τίποτα;

Εάν αυτή τη στιγμή ελεγχθεί και δεν έχει προκαρκινικές αλλοιώσεις, η απάντηση είναι ναι, για τους εξής λόγους:

  • στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η λοίμωξη υποχωρεί από μόνη της,
  • δεν έχουμε αιτιολογική θεραπεία για τους HPV και
  • η πιθανότητα να εμφανιστούν προκαρκινικές αλλοιώσεις είναι μικρή και το χρονικό διάστημα που απαιτείται συνήθως για μετεξέλιξή τους σε καρκίνο είναι μεγάλο.

Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι αλλοιώσεις μπορεί να εντοπιστούν και να αφαιρεθούν. Επομένως, δεν κάνουμε τίποτα μεν, αλλά με μια προϋπόθεση: το άτομο αυτό να παρακολουθείται συστηματικά.

Πώς γίνεται στις περιπτώσεις αυτές η παρακολούθηση;

Η κάθε περίπτωση εξατομικεύεται. Ας δούμε παραδείγματα.

Τι κάνουμε όταν μια ασθενής έρθει στο ιατρείο, επειδή διαπίστωσε εξωτερικά στο αιδοίο «κάτι» και αποκαλύπτεται, ότι πρόκειται για οξυτενές κονδύλωμα;

Γνωρίζουμε, ότι τα οξυτενή κονδυλώματα είναι καλοήθη. Προκαλούνται από ιούς χαμηλού κινδύνου. Βέβαια, ανήκουν στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Μπορεί μαζί με τους καλοήθεις, να έχουν μεταδοθεί και HPV υψηλού κινδύνου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ελέγξουμε όλο το κατώτερο γεννητικό σύστημα και την περιοχή του πρωκτού για πιθανές αλλοιώσεις και θα πάρουμε κύτταρα για τεστ Παπανικολάου.

Σε γυναίκα 23 ετών, μετά από τυχαίο τεστ Παπανικολάου, βρέθηκε πιθανή μόλυνση από HPV. Τι πρέπει να γίνει;

Σε ηλικίες μικρότερες των 25 ετών (άτομα με υγιές ανοσοποιητικό), συνήθως επιλέγεται επαναληπτικό τεστ Παπανικολάου με ή χωρίς κολποσκόπηση και γίνεται επανέλεγχος σε 6 μήνες. Εάν υπάρχει πρόβλημα με το ανοσοποιητικό σύστημα της ασθενούς, η κολποσκόπηση είναι υποχρεωτική. Σε κάθε περίπτωση δίνονται σαφείς οδηγίες για διατήρηση υγιούς ανοσοποιητικού (διακοπή καπνίσματος, υγιεινή διατροφή κ.λπ.).

Εάν στη γυναίκα, που αναφέρθηκε πριν, γίνει επαναληπτικό τεστ, κολποσκόπηση και βιοψία και το τελικό συμπέρασμα είναι, ότι υπάρχουν αλλοιώσεις χαμηλού βαθμού (LSIL, CIN-1), τι πρέπει να γίνει;

Θεραπευτικά, δεν πρέπει να γίνει τίποτα. Απλώς προγραμματίζεται παρακολούθηση. Η παρακολούθηση εξατομικεύεται για κάθε γυναίκα (ποιες εξετάσεις θα κάνει και κάθε πότε), με σκοπό να εντοπιστούν έγκαιρα –αν προκύψουν– προκαρκινικές αλλοιώσεις (HSIL) και να αφαιρεθούν. Έχει παρατηρηθεί, ότι είναι πιο ασφαλές και συνιστάται οι αρχικοί επανέλεγχοι να γίνονται ανά εξάμηνο και μετά να αραιώνουν (ανά έτος), επειδή οι ασθενείς δεν τηρούν πάντοτε τα συνιστώμενα χρονοδιαγράμματα.

Στην ίδια ασθενή γιατί να μη γίνει HPV-τεστ;

Σε μικρές ηλικίες έχει αποδειχθεί, ότι είναι πολύ συχνές οι μολύνσεις από ογκογόνους HPV. Ένα θετικό αποτέλεσμα θα προσθέσει περιττό άγχος και δεν θα αλλάξει την απόφαση για παρακολούθηση ή θεραπευτική αντιμετώπιση.

Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται το HPV-τεστ;

Αρκετές διεθνούς κύρους επιστημονικές εταιρείες (όπως το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων και η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία) έχουν συστήσει, ότι θα ήταν καλό να συνδυάζεται το HPV-τεστ με το τεστ Παπανικολάου, στον προληπτικό έλεγχο γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας των 30 ετών, με το εξής σκεπτικό: έχει αποδειχθεί σε μελέτες, ότι εάν και τα δύο τεστ έχουν αρνητικό αποτέλεσμα, είναι σπάνιο το ενδεχόμενο εμφάνισης HSIL εντός τριετίας και επομένως ο προληπτικός έλεγχος μπορεί να γίνεται σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα. Μια άλλη ένδειξη για το HPV-τεστ είναι η διευκρίνιση ύπαρξης ιογενούς ή μη λοίμωξης σε γυναίκες, που έχουν υποβληθεί σε τεστ Παπανικολάου (κατηγορίας ASCUS), εάν αποτελεί οικονομικό πρόβλημα η διενέργεια κολποσκόπησης.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ

Όταν μιλάμε για αντιμετώπιση αλλοιώσεων από HPV, θα ήταν σκόπιμο για καλύτερη ενημέρωση, να αναφερθούμε σε κατηγορίες ασθενών με συγκεκριμένες αλλοιώσεις:

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΞΥΤΕΝΩΝ ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΩΝ

Αρκετές ασθενείς με οξυτενή κονδυλώματα (που είναι κατά κανόνα καλοήθη) πηγαίνουν στο γιατρό θορυβημένες, βλέποντας ότι εμφανίζονται συνέχεια καινούργια κονδυλώματα. Αυτό τι σημαίνει; Απλούστατα, ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε φάση εξισορρόπησης της ιογόνου δράσης των HPV από το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ο γιατρός θα δώσει συμβουλές για να βελτιωθεί η λειτουργία του ανοσοποιητικού (διακοπή καπνίσματος, αποφυγή στρες, καλή διατροφή, αρκετός ύπνος κ.ά.) και θα ερευνήσει μήπως η άμυνα του οργανισμού υστερεί για κάποιους λόγους (π.χ. λήψη κορτιζόνης, ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, παθολογικός μεταβολισμός σακχάρου, θετικά αντισώματα για HIV, ηπατίτιδες κ.ά.). Επίσης, θα αναζητήσει πιθανές συνυπάρχουσες τοπικές φλεγμονές (κολπίτιδες, τραχηλίτιδες κ.λπ.), που «απασχολούν» το ανοσοποιητικό μας και έτσι, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες η διακοπή του καπνίσματος και η θεραπεία μιας συνυπάρχουσας κολπίτιδας είναι αρκετές για να ανακάμψει το ανοσοποιητικό και να σταματήσουν να εμφανίζονται νέες αλλοιώσεις.

ΟΞΥΤΕΝΗ ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΑΙΔΟΙΟ, ΣΤΟ ΠΕΡΙΝΕΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΡΩΚΤΙΚΗ ΧΩΡΑ

Η πιο συνηθισμένη θέση εντόπισης των οξυτενών κονδυλωμάτων είναι το αιδοίο. Ακολουθεί το περίνεο και η περιπρωκτική χώρα, ενώ τα οξυτενή στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας είναι σπανιότερα.

Εάν η ασθενής ανακαλύψει αλλοιώσεις, που νομίζει ότι είναι κονδυλώματα, εξυπακούεται ότι πρέπει να απευθυνθεί στο γιατρό της. Ακόμη και αν έχει παλαιότερη εμπειρία, είναι καλύτερα να μην κάνει μόνη της οποιαδήποτε θεραπεία. Ο γιατρός θα ελέγξει όλο το κατώτερο γεννητικό σύστημα. Στην περίπτωση οξυτενών στον πρωκτό θα ελέγξει και τον πρωκτικό σωλήνα. Όπως αναφέρθηκε, θα ελεγχθεί το ενδεχόμενο σοβαρότερων αλλοιώσεων (με τεστ Παπανικολάου, κολποσκόπηση κ.ά.), όπως και το ενδεχόμενο συνυπάρχουσας φλεγμονής ή κάποιου παράγοντα, που να ευθύνεται για ανοσοκαταστολή (ειδικά σε επανειλημμένες υποτροπές). Για να είναι σωστή η διάγνωση πρέπει να υπάρχει μεγάλη κλινική εμπειρία. Υπάρχουν περιπτώσεις, που φυσιολογικές ανατομικές παραλλαγές θεωρούνται κονδυλώματα, όπως και περιπτώσεις, που μοιάζουν με κονδυλώματα, αλλά είναι προκαρκινικές αλλοιώσεις.

Αφού γίνει ο ενδεδειγμένος έλεγχος και χαρτογραφηθούν οι αλλοιώσεις, αποφασίζεται η θεραπευτική αντιμετώπιση, η οποία πάντοτε εξατομικεύεται. Οι μέθοδοι θεραπείας των οξυτενών κονδυλωμάτων διακρίνονται σε φαρμακευτικές και μηχανικές.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΟΞΥΤΕΝΩΝ ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΩΝ

  • Φαρμακευτικές μέθοδοι:
    • Ποδοφυλοτοξίνη και imiquimod (τοποθετούνται από την ίδια την ασθενή)
    • Τριχλωρο-οξικό οξύ και ποδοφυλλίνη (εφαρμόζονται από το γιατρό)
  • Μηχανικές μέθοδοι:
    • Καταστροφή κονδυλωμάτων (κρυοπηξία, ηλεκτροδιαθερμία, Laser)
    • Εκτομή κονδυλωμάτων (λαβίδα βιοψίας, leep, νυστέρι)

Ποδοφυλοτοξίνη

Χρησιμοποιείται σε διάλυμα 0,5% ή σε κρέμα. Κυκλοφορεί με το εμπορικό όνομα Wartec. Εφαρμόζεται τοπικά στα κονδυλώματα, δύο φορές την ημέρα για τρεις ημέρες. Μετά, γίνεται διακοπή για 4 ημέρες και επαναλαμβάνεται η θεραπεία πάλι για τρεις ημέρες. Συνήθως, γίνονται 3-4 επαναληπτικά σχήματα. Μερικές φορές είναι απαραίτητη η χρήση μικρού καθρέπτη. Για το διάλυμα, συνήθως χρησιμοποιείται βαμβακοφόρος στειλεός, ενώ η κρέμα απλώνεται με το δάχτυλο. Μπορεί να εμφανιστεί ερεθισμός του δέρματος της περιοχής. Συνολικά, ποσοστό 80% περίπου, ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Τα κονδυλώματα του δέρματος, που καλύπτονται από στρώμα κερατίνης δεν ανταποκρίνονται τόσο καλά. Οι υποτροπές μετά τη θεραπεία είναι συχνές (περίπου 50-60%).

Κρέμα imiquimod

Κυκλοφορεί με το εμπορικό όνομα Aldara. Αυτή η κρέμα έχει ανοσορρυθμιστική δράση. Προκαλεί απελευθέρωση ιντερφερόνης τοπικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανοσιακής απάντησης των ιστών (αύξηση Τ-λεμφοκυττάρων, μακροφάγων και natural killer cells). Η κρέμα Aldara εφαρμόζεται τοπικά με το δάχτυλο, το βράδυ πριν την κατάκλιση, τρεις φορές την εβδομάδα. Μετά από 6-10 ώρες, η περιοχή ξεπλένεται για να μειωθεί ο ερεθισμός. Η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί μέχρι και 16 εβδομάδες.

Η θεραπεία με Aldara, συνήθως γίνεται μετά την αποτυχία της ποδοφυλοτοξίνης. Έχει ποσοστό επιτυχίας 50-75%. Το ποσοστό υποτροπών, όμως, αναφέρεται μικρότερο από αυτό των άλλων τοπικών θεραπειών.

Τριχλωρο-οξικό οξύ (TCA)

Χρησιμοποιείται σε διάλυμα 80-90% και δεν αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως οι άλλες φαρμακευτικές μέθοδοι. Μικρή ποσότητα διαλύματος τοποθετείται από το γιατρό επάνω στο κονδύλωμα. Συνήθως, χρειάζονται επανειλημμένες εφαρμογές ανά εβδομάδα.

Ποδοφυλλίνη

Πριν από την ανακάλυψη της ποδοφυλοτοξίνης και της κρέμας Aldara, γινόταν ευρεία χρήση της ποδοφυλλίνης, την οποία τοποθετούσε ο γιατρός. Έπρεπε να ξεπλυθεί μετά από 3-4 ώρες. Λόγω της τοξικότητας του φαρμάκου, η χρήση του έχει σχεδόν καταργηθεί. Στη θέση της ποδοφυλλίνης χρησιμοποιείται TCA. Πολλοί γιατροί προτιμούν τη χρήση υγρού αζώτου (κρυοπηξία) που είναι πιο αποτελεσματική, χωρίς παρενέργειες.

Κρυοπηξία

Είναι εύκολη μέθοδος και χρησιμοποιείται στο ιατρείο για την καταστροφή των οξυτενών κονδυλωμάτων. Οι αλλοιώσεις ψύχονται είτε με άμεσο τρόπο, με υγρό άζωτο που διοχετεύεται σε μορφή σπρέι ή μέσω κρυωδίου. Συνήθως, δεν γίνεται τοπική αναισθησία και ο πόνος είναι ανεκτός. Θεωρείται ασφαλής μέθοδος και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εάν γίνει προσεκτικά δεν εμφανίζεται ουλοποίηση. Επαναλαμβάνεται κάθε 1-2 εβδομάδες, μέχρι την πλήρη εξαφάνιση των αλλοιώσεων. Τα ποσοστά πλήρους ίασης είναι υψηλά (μέχρι και 88%).

Καυτηριασμός αλλοιώσεων με ηλεκτροδιαθερμία ή Laser

H ηλεκτροδιαθερμία είναι πιο οικονομική μέθοδος από το Laser διοξειδίου του άνθρακα και δεν απαιτεί ειδική εκπαίδευση. Και στις δύο μεθόδους απαιτείται τοπική ή γενική αναισθησία, ανάλογα με τον αριθμό, το μέγεθος και την έκταση των αλλοιώσεων.

Η εξάχνωση των κονδυλωμάτων με Laser πλεονεκτεί λόγω μικρότερου μετεγχειρητικού πόνου και καλύτερου αισθητικού αποτελέσματος. Επίσης, η δέσμη Laser μπορεί να περάσει μέσω κολποσκοπίου. Με αυτή την τεχνολογία εξασφαλίζεται ακριβέστερο χειρουργικό πεδίο, ενώ ανακαλύπτονται και εξαχνώνονται και μικρότερες σε μέγεθος αλλοιώσεις, που θα ξέφευγαν στην επισκόπηση με γυμνό μάτι. Η χρήση Laser διοξειδίου του άνθρακα μέσω του κολποσκοπίου είναι ιδανική για κονδυλώματα κόλπου, τραχήλου, ουρήθρας και πρωκτικού σωλήνα.

Αφαίρεση των κονδυλωμάτων με λαβίδα βιοψίας, νυστέρι ή Leep

H αφαίρεση με λαβίδα βιοψίας είναι εύκολη και απλή μέθοδος εκτομής, ειδικά όταν πρόκειται για μικρό αριθμό κονδυλωμάτων, που δεν έχουν ευρεία βάση. Η αφαίρεση με νυστέρι ή Leep προτιμάται σε μεγάλες αλλοιώσεις και σε περιπτώσεις, που κρίνεται αναγκαίο, γίνεται ιστολογική εξέταση της αλλοίωσης.

ΟΞΥΤΕΝΗ ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΤΡΑΧΗΛΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ, ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΩΚΤΙΚΟ ΣΩΛΗΝΑ

Στον τράχηλο της μήτρας σπάνια ανευρίσκονται οξυτενή κονδυλώματα. Επίσης, οξυτενή κονδυλώματα δεν είναι συχνά στον κόλπο και συνήθως είναι μικρού μεγέθους, μπορεί δε να ματώνουν κατά τη σεξουαλική επαφή.

Εάν συνυπάρχουν εξωτερικά κονδυλώματα, χορηγείται στην ασθενή διάλυμα Wartec ή κρέμα Aldara για τη θεραπεία των εξωτερικών αλλοιώσεων. Είναι απαραίτητο –και στις δύο αυτές εντοπίσεις κονδυλωμάτων– να καταπολεμηθούν τυχόν συνυπάρχουσες φλεγμονές (κολπίτιδες, τραχηλίτιδες) και βέβαια να διακοπεί το κάπνισμα.

Πολλές φορές, όταν μειώνουμε το ιϊκό φορτίο θεραπεύοντας τα εξωτερικά κονδυλώματα, σε επανέλεγχο της ασθενούς βλέπουμε, ότι έχουν υποχωρήσει και τα εσωτερικά κονδυλώματα. Στις περιπτώσεις, που εμφανίζονται συνεχώς νέες αλλοιώσεις, δεν βιαζόμαστε. Εξηγούμε πάντοτε στην ασθενή, ότι χρειάζεται υπομονή για να καταφέρει το ανοσοποιητικό της σύστημα να αντιρροπήσει την ιογόνο δράση των HPV. Αργότερα, μπορεί να καυτηριασθεί το σύνολο των κονδυλωμάτων ή όσα απέμειναν στο αιδοίο, τον κόλπο, τον τράχηλο και ενδεχόμενα στον πρωκτό και τον πρωκτικό σωλήνα.

Στα κονδυλώματα τραχήλου μπορεί να χρησιμοποιηθούν όλες οι μηχανικές μέθοδοι θεραπείας (Leep, Laser, κρυοπηξία κ.ά.). Στα κονδυλώματα κόλπου και πρωκτικού σωλήνα χρειάζεται προσοχή, επειδή το τοίχωμα του κόλπου και του εντέρου είναι πολύ λεπτό. Η κρυοπηξία αποφεύγεται. Η χρήση Laser, μέσω κολποσκοπίου, είναι πολύ καλή επιλογή.

ΑΛΛΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΞΥΤΕΝΗ ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ

Χορήγηση ιντερφερόνης συστηματικά ή με ένεση στη βάση του κονδυλώματος.

Όπως αναφέρθηκε πριν, ενώ η κρέμα Aldara, χορηγούμενη τοπικά, προκαλεί την απελευθέρωση ιντερφερόνης από τα κύτταρα και έχει καλά αποτελέσματα, εντούτοις δεν έχουμε ανάλογα αποτελέσματα με την ένεση έτοιμης ιντερφερόνης κάτω από το κονδύλωμα. Έχει μελετηθεί και η συστηματική χορήγηση ιντερφερόνης σε ενδομυϊκές ενέσεις. Τα αποτελέσματα, όμως, δεν είναι ενθαρρυντικά και δεν δικαιολογούν τις παρενέργειες που έχει η θεραπεία και το μεγάλο κόστος. Για τους λόγους αυτούς οι θεραπείες με ιντερφερόνες δεν συνιστώνται.

Κρέμα 5-φθοριο-ουρακίλης.

Παλαιότερα, ήταν σε χρήση για κονδυλώματα κόλπου, αλλά έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί λόγω τοξικότητας.

ΥΠΟΤΡΟΠΕΣ ΟΞΥΤΕΝΩΝ ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΩΝ – ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ – ΟΔΗΓΙΕΣ

Οι υποτροπές είναι δυστυχώς πολύ συχνές. Οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν τη λογική της θεραπείας και να οπλίζονται με υπομονή. Απαιτείται, συνήθως, μεγάλο χρονικό διάστημα για να εξισορροπήσει το ανοσοποιητικό σύστημα την ιογόνο δράση των HPV. Προκειμένου να βοηθήσουμε το ανοσοποιητικό, πρέπει να αποφεύγουμε το μεγάλο σωματικό και κυρίως ψυχικό στρες και να εξασφαλίσουμε καλό ύπνο και σωστή διατροφή. Επίσης, πρέπει να διακόψουμε το κάπνισμα.

Η αποχή από το σεξ, κατά τη διάρκεια της θεραπείας, είναι επιθυμητή. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής δημιουργούνται καινούργιοι μικροτραυματισμοί και δίνεται ευκαιρία στους HPV να εισχωρήσουν στο επιθήλιο και να δημιουργήσουν νέες αλλοιώσεις ή μεταφέρονται μολυσμένα κύτταρα από εξωτερικές αλλοιώσεις στον κόλπο και τον τράχηλο της μήτρας.

Στις ασθενείς συνιστάται, επίσης, να μην ξυρίζουν την περιοχή των έξω γεννητικών οργάνων, γιατί δημιουργούνται μικρά τραύματα και διευκολύνονται οι HPV να προσβάλλουν τη βασική στιβάδα του επιθηλίου και να δημιουργήσουν νέες αλλοιώσεις.

Εάν η θεραπεία απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα, συνιστάται η χρήση προφυλακτικού. Το προφυλακτικό, όπως έχει αναφερθεί, συνιστάται και στους πρώτους μήνες μετά την αποθεραπεία, γιατί μειώνει το ιϊκό φορτίο, που μεταβιβάζεται από το σύντροφο. Εάν στο σύντροφο υπάρχουν αλλοιώσεις, εξυπακούεται, ότι πρέπει να θεραπευτούν παράλληλα.

ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ SIL ΧΑΜΗΛΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΤΟΝ ΤΡΑΧΗΛΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ (LSIL, CIN-1)

Πρέπει να θεραπεύονται;

Εδώ και δεκαετίες γίνεται συζήτηση εάν και πότε πρέπει να θεραπεύονται οι αλλοιώσεις χαμηλού βαθμού (LSIL), επειδή, όπως αναφέρθηκε, οι αλλοιώσεις αυτές συνήθως υποχωρούν από μόνες τους. Απαραίτητη προϋπόθεση, πριν πάρουμε οποιαδήποτε απόφαση, είναι να είμαστε σίγουροι, ότι πρόκειται ακριβώς για LSIL. Γίνεται, λοιπόν, έλεγχος με κολποσκόπηση και βιοψία για να δούμε μήπως υπάρχει περιοχή με HSIL που διέφυγε από την αρχική διάγνωση. Ας σημειωθεί, εδώ, ότι και η κολποσκόπηση έχει όρια αξιοπιστίας. Σε γυναίκες μεγαλύτερων ηλικιών, η ζώνη μετάπλασης βρίσκεται εν μέρει ή και εξ ολοκλήρου στον ενδοτραχηλικό σωλήνα και δεν μπορεί να αποκλειστεί πάντοτε το ενδεχόμενο ύπαρξης HSIL μόνο με την κολποσκόπηση. Υπάρχει πιθανότητα να χρειαστεί αφαίρεση της ζώνης μετάπλασης και απόξεση ενδοτράχηλου ή ακόμη και απόξεση ενδομητρίου (εάν π.χ. έχουμε στο τεστ Παπανικολάου ατυπία σε αδενικά κύτταρα). Σε κάθε περίπτωση, ο ειδικός αποφασίζει για τη διαγνωστική προσπέλαση.

Συνολικά, ποσοστό 50-70% των αλλοιώσεων χαμηλού βαθμού (LSIL) υποχωρούν από μόνες τους. Μόνο 10-13% των αλλοιώσεων εξελίσσονται προς HSIL (CIN-2 και 3).

Σε νεαρές γυναίκες, η υποχώρηση των αλλοιώσεων είναι πιο συχνή και συνήθως συμβαίνει εντός διετίας (ένα υγιές ανοσοποιητικό σύστημα χρειάζεται το πολύ δύο έτη για να καταστείλει ένα γονότυπο HPV). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι επιστημονικές εταιρείες σε Ευρώπη και Αμερική συνιστούν καταρχάς παρακολούθηση των LSIL, εφόσον η διάγνωση είναι βέβαιη. Συνιστάται παράλληλα, η ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος της ασθενούς και ορίζεται επανέλεγχος σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Στις μικρότερες ηλικίες των 25 ετών, οι αλλαγές συντρόφων είναι συχνές και επομένως το ενδεχόμενο να μολυνθούν και από άλλους τύπους HPV είναι πολύ πιθανό. Δεν θα είχε νόημα να καταστρέφουμε ή να αφαιρούμε κάθε τόσο τραχηλικό ιστό και σε λίγο να έχουμε πάλι μόλυνση από καινούργιο HPV. Συνιστάται η χρήση προφυλακτικού (παρά τη μειωμένη κάλυψη που προσφέρει) και η παρακολούθηση. Παρακολούθηση επίσης συνιστάται και σε μεγαλύτερες ηλικίες τουλάχιστον στην αρχική φάση.

Η παρακολούθηση των αλλοιώσεων συνιστάται και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Ασθενείς με ανοσοκαταστολή

Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είναι κατασταλμένο μιλάμε για ανοσοκαταστολή. Υπάρχει ένας μικρός αριθμός γυναικών με ανοσοκαταστολή:

  • Ασθενείς που έχουν υποστεί μεταμόσχευση οργάνων (συνήθως νεφρών). Κατά κανόνα παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για να μην απορρίψει ο οργανισμός τους το μόσχευμα.
  • Ασθενείς με χρόνιες ρευματοπάθειες, κολλαγονώσεις και άλλα χρόνια νοσήματα, που παίρνουν κορτιζόνη και άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, και
  • Ασθενείς με AIDS. Ο ιός του AIDS προκαλεί ανοσοκαταστολή.

Στις ασθενείς των ανωτέρω κατηγοριών η παρακολούθηση πρέπει να είναι αυστηρή, λόγω του αυξημένου κινδύνου γρήγορης εξέλιξης των LSIL σε HSIL και κακοήθεια.

Αν αποφασιστεί θεραπεία των LSIL

Σε όποια περίπτωση αποφασιστεί να γίνει θεραπεία (π.χ. λόγω παραμονής LSIL από ογκογόνους HPV, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε ασθενή ηλικίας μεγαλύτερης των 30 ετών), τι ακριβώς γίνεται; Η θεραπεία αφορά όχι μόνο στην καταστροφή ή την αφαίρεση των αλλοιώσεων στον τράχηλο, αλλά ολόκληρης της ζώνης μετάπλασης.

Η ζώνη μετάπλασης (ΖΜ) είναι το πρόσφορο έδαφος για τους HPV και η πιο ευαίσθητη περιοχή όσον αφορά στον κίνδυνο καρκινογένεσης.

Στη συνέχεια, θα αναφερθούν αναλυτικά οι τεχνικές αφαίρεσης ή καταστροφής της ζώνης μετάπλασης. Ο γιατρός επιλέγει ποια μέθοδος ταιριάζει καλύτερα στην κάθε περίπτωση, ανάλογα με την ηλικία, το ιστορικό (επιθυμία γονιμότητας κ.λπ.), τις ανατομικές ιδιαιτερότητες και τα κολποσκοπικά ευρήματα.

ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ SIL ΥΨΗΛΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΤΟΝ ΤΡΑΧΗΛΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ (HSIL, CIN-2, 3)

Στις περισσότερες περιπτώσεις με αλλοιώσεις HSIL προτιμάται η αφαίρεση της ΖΜ, ιδίως σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Ο λόγος είναι, ότι σε γυναίκες μεγαλύτερων ηλικιών με HSIL, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος να διαφύγει από την κολποσκόπηση εστία διηθητικού καρκίνου ή αδενοκαρκίνωμα. Ειδικά, σε αλλοιώσεις μεγάλης εκτάσεως, που εισέρχονται στον ενδοτραχηλικό σωλήνα, ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος.

Σε γυναίκες μικρότερες των 30 ετών με HSIL, εάν δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία για χειρότερη αλλοίωση (πλήρως ορατές αλλοιώσεις, μικρής έκτασης, που δεν εισέρχονται στο σωλήνα) μπορεί να επιλεγεί από το γιατρό μέθοδος καταστροφής της ζώνης μετάπλασης. Έχει αποδειχθεί από μελέτες, ότι μια θεραπεία στον τράχηλο της μήτρας για SIL έχει πολύ μικρό ποσοστό παρενεργειών στη γονιμότητα της γυναίκας. Το ποσοστό αυξάνεται βέβαια σημαντικά σε περιπτώσεις επανάληψης της θεραπείας. Τα προβλήματα (κυρίως πρόωρη ρήξη των υμένων) είναι πιο συχνά στην ομάδα γυναικών που έχει υποστεί αφαιρετικές μεθόδους θεραπείας (η διαφορά είναι μικρή, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένη).

Είναι απαραίτητο, σε κάθε περίπτωση, να προηγείται της θεραπείας κολποσκοπική εκτίμηση από έμπειρο γιατρό στην παθολογία του τραχήλου της μήτρας. Η κολποσκοπική εκτίμηση θα βοηθήσει να αποφασιστεί το βάθος εκτομής. Σε νέες γυναίκες συνήθως δεν χρειάζεται να αφαιρεθεί ιστός σε βάθος μεγαλύτερο από 7-8 χιλιοστά. Σε επιλεγμένες μελέτες, που τηρήθηκε σωστός προεγχειρητικός σχεδιασμός και η επέμβαση έγινε από ειδικευμένους γιατρούς, αποδείχτηκε με υπερηχογράφημα πριν και μετά την επέμβαση, ότι δεν υπήρχε σημαντική ανατομική διαφορά στον τράχηλο.

Σε περίπτωση που διαγνωστεί HSIL κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνιστάται παρακολούθηση και θεραπεία μετά τον τοκετό, υπό την προϋπόθεση, ότι έχει γίνει πλήρης έλεγχος (τεστ Παπανικολάου, κολποσκόπηση και βιοψία) και είναι σίγουρο ότι δεν υπάρχει κάτι χειρότερο.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΩΝ SIL ΣΤΟΝ ΤΡΑΧΗΛΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ

Διακρίνουμε τις μεθόδους αφαίρεσης και τις μεθόδους καταστροφής της ΖΜ:

Μέθοδοι αφαίρεσης της ΖΜ

  • Leep
  • κωνοειδής εκτομή με Laser και
  • κωνοειδής εκτομή με νυστέρι

Μέθοδοι καταστροφής της ΖΜ

  • εξάχνωση με Laser
  • κρυοπηξία

Πριν από οποιαδήποτε θεραπεία στον τράχηλο της μήτρας, εξυπακούεται, ότι έχει γίνει πλήρης διαγνωστική προσπέλαση. Ο κολποσκοπικός έλεγχος κρίνεται απαραίτητος προεγχειρητικά για να επιλεγεί η σωστή μέθοδος ανάλογα με τις ανατομικές ιδιομορφίες στην κάθε περίπτωση. Επίσης, γίνεται έλεγχος για ύπαρξη φλεγμονών στον τραχηλικό ιστό και στον κόλπο και εάν ανευρεθούν γίνεται προεγχειρητική θεραπεία.

Οι επεμβάσεις γίνονται συνήθως με τοπική αναισθησία, στο πρώτο μισό του κύκλου. Επιπλοκές υπάρχουν, όπως και σε κάθε χειρουργική επέμβαση, αλλά είναι σπάνιες (1-3%). Οι πιο συνηθισμένες είναι η μετεγχειρητική αιμορραγία, η φλεγμονή και η στένωση τραχηλικού στομίου. Σε γυναίκες, που δεν έχουν ολοκληρώσει την οικογένειά τους, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αφαίρεση ή καταστροφή του τραχηλικού ιστού, με τρόπο ώστε να μην επηρεαστεί η γονιμότητά τους. Φαίνεται, ότι ακόμη και οι μέθοδοι αφαίρεσης της ΖΜ, σε χέρια έμπειρων γιατρών στην παθολογία τραχήλου, συνήθως δεν έχουν δυσμενή επακόλουθα στη γονιμότητα. Εξαίρεση αποτελεί η κωνοειδής εκτομή με νυστέρι. Για το λόγο αυτό η συγκεκριμένη μέθοδος επιλέγεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Επίσης, οι επαναληπτικές επεμβάσεις φαίνεται να επιφέρουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών σε μελλοντικές εγκυμοσύνες (πρόωρη ρήξη υμένων κ.λπ.). Για το λόγο αυτό η πλειοψηφία των γιατρών είναι επιφυλακτικοί στην άμεση θεραπευτική επέμβαση, σε περιπτώσεις LSIL, σε νέες άτοκες γυναίκες.

Οι μέθοδοι αφαίρεσης της ΖΜ έχουν το πλεονέκτημα της μετεγχειρητικής εξέτασης του ιστού στο μικροσκόπιο (για το φόβο διαφυγής καρκίνου σε περιπτώσεις HSIL). To μειονέκτημά τους είναι, ότι απαιτούν εξειδίκευση του γιατρού με ανάλογη εμπειρία, για να αποφευχθεί η αφαίρεση περιττού τραχηλικού ιστού. Οι μέθοδοι καταστροφής της ΖΜ απαγορεύονται, όπου υπάρχει υποψία ατυπίας από το αδενικό επιθήλιο (φόβος υποκείμενου αδενοκαρκινώματος) και όταν η ΖΜ εισέρχεται στον ενδοτραχηλικό σωλήνα και δεν μπορεί να ελεγχθεί προεγχειρητικά.

Μετά την επέμβαση χορηγείται προληπτική αντιβίωση και δίνονται οδηγίες στην ασθενή προκειμένου να μειωθεί η συχνότητα των επιπλοκών. Συνιστάται αποφυγή σεξουαλικών επαφών για ένα μήνα. Επίσης, συνιστάται αποφυγή έντονης σωματικής δραστηριότητας (αεροβική άσκηση, ασκήσεις ενδυνάμωσης κοιλιακών μυών κ.λπ.). Οροαιματηρή κολπική έκκριση μέσα στο πρώτο μετεγχειρητικό εικοσαήμερο είναι συνήθης. Όμως, σε κάθε περίπτωση αιμορραγίας ή εμφάνισης δύσοσμων υγρών, η ασθενής πρέπει να ενημερώνει αμέσως το γιατρό της.

Leep – Loop Electrosurgical Excision Procedure (Αφαίρεση της ζώνης μετάπλασης με αγκύλη και με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος)

Είναι, σήμερα, η πιο δημοφιλής μέθοδος για τη θεραπεία HSIL. Η ζώνη μετάπλασης αφαιρείται με τη βοήθεια αγκύλης (loop), μέσα από την οποία περνά υψίσυχνο εναλλασσόμενο ρεύμα.

Κωνοειδής εκτομή με Laser

Αφαιρείται η ζώνη μετάπλασης με τη χρήση δέσμης Laser διοξειδίου του άνθρακα. Σήμερα, η επέμβαση χρησιμοποιείται σπάνια, λόγω της ευρείας διάδοσης της τεχνικής Leep.

Κωνοειδής εκτομή με νυστέρι

Απαιτεί χορήγηση γενικής αναισθησίας. Γίνεται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις, συνήθως σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, όταν η ζώνη μετάπλασης εισέρχεται βαθιά στον ενδοτραχηλικό σωλήνα και όπου υπάρχει φόβος αδενοκαρκινώματος στον ενδοτράχηλο. Η χρησιμοποίηση αυτής της τεχνικής είναι σήμερα αρκετά περιορισμένη.

Εξάχνωση με Laser

Γίνεται καταστροφή της ΖΜ με Laser διοξειδίου του άνθρακα, υπό τοπική αναισθησία. Η μέθοδος ήταν πολύ δημοφιλής στο παρελθόν, πριν την εποχή χρήσης της Leep. Σήμερα, χρησιμοποιείτα