Μέθοδοι Θεραπείας Οξυτενών Κονδυλωμάτων

  • Φαρμακευτικές μέθοδοι:
    • Ποδοφυλοτοξίνη και imiquimod (τοποθετούνται από την ίδια την ασθενή)
    • Τριχλωρο-οξικό οξύ και ποδοφυλλίνη (εφαρμόζονται από το γιατρό)
  • Μηχανικές μέθοδοι:
    • Καταστροφή κονδυλωμάτων (κρυοπηξία, ηλεκτροδιαθερμία, Laser)
    • Εκτομή κονδυλωμάτων (λαβίδα βιοψίας, leep, νυστέρι)

Ποδοφυλοτοξίνη

Χρησιμοποιείται σε διάλυμα 0,5% ή σε κρέμα. Κυκλοφορεί με το εμπορικό όνομα Wartec. Εφαρμόζεται τοπικά στα κονδυλώματα, δύο φορές την ημέρα για τρεις ημέρες. Μετά, γίνεται διακοπή για 4 ημέρες και επαναλαμβάνεται η θεραπεία πάλι για τρεις ημέρες. Συνήθως, γίνονται 3-4 επαναληπτικά σχήματα. Μερικές φορές είναι απαραίτητη η χρήση μικρού καθρέπτη. Για το διάλυμα, συνήθως χρησιμοποιείται βαμβακοφόρος στειλεός, ενώ η κρέμα απλώνεται με το δάχτυλο. Μπορεί να εμφανιστεί ερεθισμός του δέρματος της περιοχής. Συνολικά, ποσοστό 80% περίπου, ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Τα κονδυλώματα του δέρματος, που καλύπτονται από στρώμα κερατίνης δεν ανταποκρίνονται τόσο καλά. Οι υποτροπές μετά τη θεραπεία είναι συχνές (περίπου 50-60%).

Κρέμα imiquimod

Κυκλοφορεί με το εμπορικό όνομα Aldara. Αυτή η κρέμα έχει ανοσορρυθμιστική δράση. Προκαλεί απελευθέρωση ιντερφερόνης τοπικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανοσιακής απάντησης των ιστών (αύξηση Τ-λεμφοκυττάρων, μακροφάγων και natural killer cells). Η κρέμα Aldara εφαρμόζεται τοπικά με το δάχτυλο, το βράδυ πριν την κατάκλιση, τρεις φορές την εβδομάδα. Μετά από 6-10 ώρες, η περιοχή ξεπλένεται για να μειωθεί ο ερεθισμός. Η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί μέχρι και 16 εβδομάδες.

Η θεραπεία με Aldara, συνήθως γίνεται μετά την αποτυχία της ποδοφυλοτοξίνης. Έχει ποσοστό επιτυχίας 50-75%. Το ποσοστό υποτροπών, όμως, αναφέρεται μικρότερο από αυτό των άλλων τοπικών θεραπειών.

Τριχλωρο-οξικό οξύ (TCA)

Χρησιμοποιείται σε διάλυμα 80-90% και δεν αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως οι άλλες φαρμακευτικές μέθοδοι. Μικρή ποσότητα διαλύματος τοποθετείται από το γιατρό επάνω στο κονδύλωμα. Συνήθως, χρειάζονται επανειλημμένες εφαρμογές ανά εβδομάδα.

Ποδοφυλλίνη

Πριν από την ανακάλυψη της ποδοφυλοτοξίνης και της κρέμας Aldara, γινόταν ευρεία χρήση της ποδοφυλλίνης, την οποία τοποθετούσε ο γιατρός. Έπρεπε να ξεπλυθεί μετά από 3-4 ώρες. Λόγω της τοξικότητας του φαρμάκου, η χρήση του έχει σχεδόν καταργηθεί. Στη θέση της ποδοφυλλίνης χρησιμοποιείται TCA. Πολλοί γιατροί προτιμούν τη χρήση υγρού αζώτου (κρυοπηξία) που είναι πιο αποτελεσματική, χωρίς παρενέργειες.

Κρυοπηξία

Είναι εύκολη μέθοδος και χρησιμοποιείται στο ιατρείο για την καταστροφή των οξυτενών κονδυλωμάτων. Οι αλλοιώσεις ψύχονται είτε με άμεσο τρόπο, με υγρό άζωτο που διοχετεύεται σε μορφή σπρέι ή μέσω κρυωδίου. Συνήθως, δεν γίνεται τοπική αναισθησία και ο πόνος είναι ανεκτός. Θεωρείται ασφαλής μέθοδος και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εάν γίνει προσεκτικά δεν εμφανίζεται ουλοποίηση. Επαναλαμβάνεται κάθε 1-2 εβδομάδες, μέχρι την πλήρη εξαφάνιση των αλλοιώσεων. Τα ποσοστά πλήρους ίασης είναι υψηλά (μέχρι και 88%).

Καυτηριασμός αλλοιώσεων με ηλεκτροδιαθερμία ή Laser

H ηλεκτροδιαθερμία είναι πιο οικονομική μέθοδος από το Laser διοξειδίου του άνθρακα και δεν απαιτεί ειδική εκπαίδευση. Και στις δύο μεθόδους απαιτείται τοπική ή γενική αναισθησία, ανάλογα με τον αριθμό, το μέγεθος και την έκταση των αλλοιώσεων.

Η εξάχνωση των κονδυλωμάτων με Laser πλεονεκτεί λόγω μικρότερου μετεγχειρητικού πόνου και καλύτερου αισθητικού αποτελέσματος. Επίσης, η δέσμη Laser μπορεί να περάσει μέσω κολποσκοπίου. Με αυτή την τεχνολογία εξασφαλίζεται ακριβέστερο χειρουργικό πεδίο, ενώ ανακαλύπτονται και εξαχνώνονται και μικρότερες σε μέγεθος αλλοιώσεις, που θα ξέφευγαν στην επισκόπηση με γυμνό μάτι. Η χρήση Laser διοξειδίου του άνθρακα μέσω του κολποσκοπίου είναι ιδανική για κονδυλώματα κόλπου, τραχήλου, ουρήθρας και πρωκτικού σωλήνα.

Αφαίρεση των κονδυλωμάτων με λαβίδα βιοψίας, νυστέρι ή Leep

H αφαίρεση με λαβίδα βιοψίας είναι εύκολη και απλή μέθοδος εκτομής, ειδικά όταν πρόκειται για μικρό αριθμό κονδυλωμάτων, που δεν έχουν ευρεία βάση. Η αφαίρεση με νυστέρι ή Leep προτιμάται σε μεγάλες αλλοιώσεις και σε περιπτώσεις, που κρίνεται αναγκαίο, γίνεται ιστολογική εξέταση της αλλοίωσης.