Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί, ότι η θεραπεία για τους HPV δεν είναι αιτιολογική. Δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο, που να απαλλάσσει τον οργανισμό μας από τον ιό. Η λεγόμενη θεραπεία είναι η αφαίρεση ή η καταστροφή του ιστού που έχει αλλοιώσεις. Ο ιός παραμένει στα επιθήλια του γεννητικού συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και για πάντα. Αυτό δεν είναι ανησυχητικό, ακόμη και στις περιπτώσεις από επικίνδυνους HPV. Οι υποτροπές των αλλοιώσεων είναι λίγες και εάν οι ασθενείς παρακολουθούνται δεν υπάρχει κίνδυνος. Στις περιπτώσεις εκείνες, που υπερισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και η λοίμωξη υποχωρεί από μόνη της, σπάνια έχουμε υποτροπές. Σε άλλες ασθενείς, που κρίνουμε σκόπιμο, ότι πρέπει να επέμβουμε και να καταστρέψουμε ή να αφαιρέσουμε τις αλλοιώσεις (οξυτενή κονδυλώματα ή προκαρκινικές), πάλι περιμένουμε να υπερισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα. Μετά την εξαφάνιση των αλλοιώσεων, έχει να αντιμετωπίσει μικρότερο ιϊκό φορτίο και είναι ευκολότερο να καταστείλει τους HPV που παραμένουν.
Ας δούμε τι συμβαίνει με τις διάφορες λοιμώξεις. Βασικός κανόνας στη φύση είναι η αναπαραγωγή των ειδών. Αυτό συμβαίνει και με τους μικροοργανισμούς.
Οποιοσδήποτε μολυσματικός παράγοντας, είτε είναι βακτηρίδιο είτε ιός, έχει ως σκοπό την αναπαραγωγή του. Εισβάλλει λοιπόν στο σώμα μας και αρχίζει να πολλαπλασιάζεται. Ο οργανισμός μας προσπαθεί να τον εμποδίσει σε τοπικό επίπεδο, στο σημείο εισβολής. Διαθέτουμε πολλά είδη κυττάρων που επιτίθενται στους εισβολείς (Τ-λεμφοκύτταρα, μακροφάγα, κύτταρα Langerhans, Natural Killer Cells, κ.ά.). Αυτός ο τρόπος άμυνας, σε τοπικό επίπεδο, λέγεται κυτταρική ανοσία. Στην περίπτωση, που οι μηχανισμοί της κυτταρικής ανοσίας λειτουργήσουν άψογα, καταστέλλεται η λοίμωξη στο πολύ αρχικό της στάδιο. Μπορεί, όμως, ο μικροοργανισμός να είναι πολύ ισχυρός, να είναι σε μεγάλη ποσότητα ή το ανοσοποιητικό μας σύστημα να μην είναι σε φόρμα. Τότε αρχίζει ο εισβολέας να αναπαράγεται σε τοπικό επίπεδο.
Το σώμα μας έχει και άλλους μηχανισμούς για να τον εμποδίσει, που αποτελούν τη χυμική ανοσία. Διαθέτει ουσίες που κυκλοφορούν στο αίμα μας και στη λέμφο (στους «χυμούς» του σώματος – γι’ αυτό λέγεται και χυμική) και ο ρόλος τους είναι να σκοτώνουν τους λοιμογόνους παράγοντες. Επίσης, η χυμική ανοσία περιλαμβάνει και πιο εξειδικευμένους μηχανισμούς. «Φωτογραφίζεται» ο εισβολέας (που επιστημονικά αναφέρεται σαν αντιγόνο) και ο οργανισμός μας τότε παράγει τα γνωστά μας αντισώματα. Τα αντισώματα κατασκευάζονται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα, με εξειδίκευση για το συγκεκριμένο εισβολέα και πηγαίνουν σαν εκπαιδευμένος στρατός μέσω της κυκλοφορίας του αίματος σε όλο το σώμα μας. Η πορεία λοιπόν μιας λοίμωξης είναι θέμα ισορροπιών. Ποιος θα επικρατήσει; Το αμυντικό μας σύστημα ή ο λοιμογόνος εισβολέας; Οι αμυντικοί μας μηχανισμοί τίθενται σε δράση σταδιακά. Μόνο αν δεν τα καταφέρουν, αναπτύσσεται λοίμωξη. Στη λοίμωξη έχουμε μεγάλες ποσότητες μικροοργανισμών στο σώμα μας, που συνεχώς πολλαπλασιάζονται και παρεμβαίνουν στη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων μας.
Η ιατρική επιστήμη, όσον αφορά στις λοιμώξεις, μας βοηθά προληπτικά ή θεραπευτικά:
- Πρόληψη λοιμώξεων με τη βοήθεια εμβολίων. Χορηγούνται τροποποιημένες ουσίες, που ο οργανισμός μας αντιλαμβάνεται ως μολυσματικούς παράγοντες και παράγει ειδικά αντισώματα για την καταπολέμησή τους. Σε μελλοντική εισβολή από τον αληθινό μολυσματικό παράγοντα (μικρόβιο ή ιό) τα ήδη υπάρχοντα αντισώματα τον αδρανοποιούν.
- Πρόληψη μέσω ισχυροποίησης του ανοσοποιητικού μας (συμβουλές για καλή σωματική και ψυχική υγεία, υγιεινή διατροφή, άσκηση, αποφυγή καπνίσματος και άλλων ανθυγιεινών συνηθειών) και
- Χορήγηση θεραπευτικών ουσιών, σε ενεργό λοίμωξη. Σε μια ουρολοίμωξη π.χ. περιμένουμε το αποτέλεσμα της καλλιέργειας (που δείχνει, ας πούμε, το βακτηρίδιο E. coli). Μετά, βλέπουμε στο αντιβιόγραμμα ποιο είναι το καλύτερο αντιβιοτικό και το χορηγούμε για να σκοτώσουμε το βακτηρίδιο. Το ίδιο ισχύει και στις άλλες βακτηριδιακές φλεγμονές (αμυγδαλίτιδα, πνευμονία, μηνιγγίτιδα κ.ά.).
Με τη χρήση αντιβιοτικών εκριζώνουμε μια βακτηριδιακή λοίμωξη. Με τους ιούς τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Σε ορισμένες ιώσεις, όπως στον έρπητα ή ακόμη και στο AIDS έχουν βρεθεί αντιϊικά φάρμακα, που καταστέλλουν τον ιό (αλλά δυστυχώς δεν τον εκριζώνουν).
Όπως συμβαίνει λοιπόν και για τους άλλους ιούς, έτσι δεν υπάρχει σήμερα αιτιολογική θεραπεία και για τους HPV. Όμως, υπάρχει λόγος ανησυχίας όταν το 90% και πλέον των λοιμώξεων από τους HPV υποχωρούν αυτόματα και οι λίγες εκείνες περιπτώσεις –οι οποίες εξελίσσονται προς καρκίνο– εμφανίζουν συνήθως προκαρκινικές αλλοιώσεις, που μπορεί να διαγνωστούν και να αφαιρεθούν;
Ας δούμε ξανά τα δεδομένα:
Η μόλυνση από τους HPV έχει κάποιες ιδιαιτερότητες:
- Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο ιός αντιμετωπίζεται από τον οργανισμό μας κυρίως με κυτταρικού τύπου ανοσία. Στην πλειοψηφία των ανθρώπων με υγιές ανοσοποιητικό σύστημα, οι μηχανισμοί κυτταρικής ανοσίας καταστέλλουν τη λοιμογόνο δράση του HPV μέσα σε λίγους μήνες ή το πολύ σε λίγα χρόνια από την πρωτομόλυνση.
- Οι γεννητικοί τύποι των HPV είναι επιλεκτικοί, όσον αφορά στις περιοχές που προσβάλλουν. Πολλαπλασιάζονται μόνο στο επιθήλιο του δέρματος και σε ορισμένους βλεννογόνους, όπως στο γεννητικό σύστημα και στον πρωκτικό σωλήνα. Προτιμούν να παραμένουν σε ζεστές και υγρές περιοχές και έχουν προτίμηση σε επιθήλια μεταπλαστικού τύπου. Δεν κυκλοφορούν στο αίμα μας. Γνωρίζουμε, ότι εκτός από την κυτταρική, αναπτύσσεται με βραδύ ρυθμό και «κάποιου βαθμού» χυμική ανοσία. Λέμε «κάποιου βαθμού», επειδή οι HPV δεν δίνουν στον οργανισμό ισχυρό αντιγονικό ερέθισμα και δεν παράγεται ικανός αριθμός αντισωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος, που δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε εύκολα στο αίμα μας αντισώματα από τους HPV και να γνωρίζουμε αν υπάρχει καινούργια ή παλιά μόλυνση (με την ανίχνευση ανοσοσφαιρινών IgA ή IgG).
- Ευτυχώς, στη μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που μολύνονται δεν εκδηλώνεται ενεργός λοίμωξη (έχουμε μόνο λανθάνουσα λοίμωξη) ή εμφανίζονται αρχικά περιορισμένες αλλοιώσεις, αλλά επέρχεται το πολύ εντός δύο ετών η φάση εξισορρόπησης. Μετά τη φάση εξισορρόπησης, ο ιός συνήθως καταστέλλεται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Αυτός είναι ο κανόνας για το σύνολο των HPV χαμηλού κινδύνου. Επίσης, αυτό συμβαίνει στο 90% των περιπτώσεων μόλυνσης από HPV υψηλού κινδύνου. Η καταστολή του ιού έχει αποδειχθεί, ότι είναι ευκολότερη σε γυναίκες μικρότερης ηλικίας των 25 ετών (λόγω δυνατού ανοσοποιητικού συστήματος).
- Στο 10% των γυναικών, που μολύνθηκαν από HPV υψηλού κινδύνου, έχουμε παραμονή των αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας ή συνεχείς υποτροπές. Αυτή η ομάδα γυναικών έχει αποδειχθεί, ότι έχει πιθανότητα να αναπτύξει προκαρκινικές αλλοιώσεις στα επόμενα χρόνια και αργότερα διηθητικό καρκίνο. Εάν μιλάμε λοιπόν για θεραπευτική παρέμβαση θα πρέπει να βρούμε αυτή την ομάδα γυναικών και να αφαιρέσουμε τις προκαρκινικές αλλοιώσεις, όπου υπάρχουν, πριν να είναι αργά.
- Η παρακολούθηση είναι επιβεβλημένη είτε επιλέγουμε να μην προχωρήσουμε σε αφαίρεση των αλλοιώσεων είτε όχι.
Ας δούμε μερικές απορίες γυναικών:
Είναι δυνατόν να γνωρίζουμε, ότι μια γυναίκα μολύνθηκε από HPV υψηλού κινδύνου, που ενδεχόμενα θα της προκαλέσει καρκίνο τραχήλου και να μην κάνουμε τίποτα;
Εάν αυτή τη στιγμή ελεγχθεί και δεν έχει προκαρκινικές αλλοιώσεις, η απάντηση είναι ναι, για τους εξής λόγους:
- στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι αλλοιώσεις υποχωρούν από μόνες τους,
- δεν έχουμε αιτιολογική θεραπεία για τους HPV και
- η πιθανότητα να εμφανιστούν προκαρκινικές αλλοιώσεις είναι μικρή και το χρονικό διάστημα που απαιτείται συνήθως για μετεξέλιξή τους σε καρκίνο είναι μεγάλο.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι αλλοιώσεις μπορεί να εντοπιστούν και να αφαιρεθούν. Επομένως, δεν κάνουμε τίποτα μεν, αλλά με μια προϋπόθεση: το άτομο αυτό να παρακολουθείται συστηματικά.
Πώς γίνεται στις περιπτώσεις αυτές η παρακολούθηση;
Η κάθε περίπτωση εξατομικεύεται. Ας δούμε παραδείγματα.
Τι κάνουμε όταν μια ασθενής έρθει στο ιατρείο, επειδή διαπίστωσε εξωτερικά στο αιδοίο «κάτι» και αποκαλύπτεται, ότι πρόκειται για οξυτενές κονδύλωμα;
Γνωρίζουμε, ότι τα οξυτενή κονδυλώματα είναι καλοήθη. Προκαλούνται από ιούς χαμηλού κινδύνου. Βέβαια, ανήκουν στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Μπορεί μαζί με τους καλοήθεις, να έχουν μεταδοθεί και HPV υψηλού κινδύνου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ελέγξουμε όλο το κατώτερο γεννητικό σύστημα και την περιοχή του πρωκτού για πιθανές αλλοιώσεις και θα πάρουμε κύτταρα για τεστ Παπανικολάου.
Σε γυναίκα 23 ετών, μετά από τυχαίο τεστ Παπανικολάου, βρέθηκε πιθανή μόλυνση από HPV. Τι πρέπει να γίνει;
Σε ηλικίες μικρότερες των 25 ετών (άτομα με υγιές ανοσοποιητικό), συνήθως επιλέγεται επαναληπτικό τεστ Παπανικολάου με ή χωρίς κολποσκόπηση και γίνεται επανέλεγχος σε 6 μήνες. Εάν υπάρχει πρόβλημα με το ανοσοποιητικό σύστημα της ασθενούς, η κολποσκόπηση είναι υποχρεωτική. Σε κάθε περίπτωση δίνονται σαφείς οδηγίες για διατήρηση υγιούς ανοσοποιητικού (διακοπή καπνίσματος, υγιεινή διατροφή κ.λπ.).
Εάν στη γυναίκα, που αναφέρθηκε πριν, γίνει επαναληπτικό τεστ, κολποσκόπηση και βιοψία και το τελικό συμπέρασμα είναι, ότι υπάρχουν αλλοιώσεις χαμηλού βαθμού (LSIL, CIN-1), τι πρέπει να γίνει;
Θεραπευτικά, δεν πρέπει να γίνει τίποτα. Απλώς προγραμματίζεται παρακολούθηση. Η παρακολούθηση εξατομικεύεται για κάθε γυναίκα (ποιες εξετάσεις θα κάνει και κάθε πότε), με σκοπό να εντοπιστούν έγκαιρα –αν προκύψουν– προκαρκινικές αλλοιώσεις (HSIL) και να αφαιρεθούν. Έχει παρατηρηθεί, ότι είναι πιο ασφαλές και συνιστάται οι αρχικοί επανέλεγχοι να γίνονται ανά εξάμηνο και μετά να αραιώνουν (ανά έτος), επειδή οι ασθενείς δεν τηρούν πάντοτε τα συνιστώμενα χρονοδιαγράμματα.
Στην ίδια ασθενή γιατί να μη γίνει HPV-τεστ;
Σε μικρές ηλικίες έχει αποδειχθεί, ότι είναι πολύ συχνές οι μολύνσεις από ογκογόνους HPV. Ένα θετικό αποτέλεσμα θα προσθέσει περιττό άγχος και δεν θα αλλάξει την απόφαση για παρακολούθηση ή θεραπευτική αντιμετώπιση.
Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται το HPV-τεστ;
Αρκετές διεθνούς κύρους επιστημονικές εταιρείες (όπως το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων και η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία) έχουν συστήσει, ότι θα ήταν καλό να συνδυάζεται το HPV-τεστ με το τεστ Παπανικολάου, στον προληπτικό έλεγχο γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας των 30 ετών, με το εξής σκεπτικό: έχει αποδειχθεί σε μελέτες, ότι εάν και τα δύο τεστ έχουν αρνητικό αποτέλεσμα, είναι σπάνιο το ενδεχόμενο εμφάνισης HSIL εντός τριετίας και επομένως ο προληπτικός έλεγχος μπορεί να γίνεται σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα. Μια άλλη ένδειξη για το HPV-τεστ είναι η διευκρίνιση ύπαρξης ιογενούς λοίμωξης από ογκογόνους HPV σε γυναίκες, που έχουν υποβληθεί σε τεστ Παπανικολάου (κατηγορίας ASCUS), εάν αποτελεί οικονομικό πρόβλημα η διενέργεια κολποσκόπησης.