Προληπτική φροντίδα της γυναίκας – Μεταβολικές και καρδιαγγειακές διαταραχές

(ποιες εξετάσεις συμπεριλαμβάνονται στον έλεγχο ρουτίνας και κάθε πότε πρέπει να διενεργούνται)

Οστεοπόρωση

Αποτελεί μια επιπλοκή της εμμηνόπαυσης που προσβάλλει ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών άνω των 50 και μπορεί να οδηγήσει σε κατάγματα- συνήθως του ισχίου και των σπονδύλων- με σοβαρά επακόλουθα.

Η οστεοπόρωση προλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό με τον προληπτικό έλεγχο, αλλαγές στον τρόπο ζωής και την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.

Η BMD (οστική πυκνότητα) των οστών υπολογίζεται με ειδική ακτινογραφία του ισχίου και της οσφυικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Όταν η οστική μάζα είναι χαμηλότερη του φυσιολογικού χρησιμοποιείται ένα ειδικό εργαλείο εκτίμησης του κινδύνου κατάγματος (FRAX) που θα καθορίσει την ιδανική αντιμετώπιση της οστεοπενίας/οστεοπόρωσης.

Το αμερικάνικο κολέγιο μαιευτήρων και γυναικολόγων συνιστά δοκιμασίες μέτρησης της οστικής πυκνότητας από την ηλικία των 65 και σε νεότερες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με κάποιο παράγοντα κινδύνου από τους παρακάτω- ρευματοειδή αρθρίτιδα, κληρονομικό ή ατομικό ιστορικό παθολογικών καταγμάτων, ιατρογενή απώλεια οστών, βάρος μικρότερο των 57 κιλών, κάπνισμα ή αλκοόλ.

Σακχαρώδης Διαβήτης

Πρόκειται για μία χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από τη διαταραχή στο μεταβολισμό της γλυκόζης με επακόλουθο την υπεργλυκαιμία και έχει αντίκτυπο στα περισσότερα συστήματα του οργανισμού. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αντιμετωπίζεται στα αρχικά του στάδια.

Η σύσταση για τον γυναικείο πληθυσμό είναι η εξέταση ελέγχου της γλυκόζης αίματος νηστείας  από την ηλικία των 45 και κάθε 3 έτη.

Σε μικρότερη ηλικία θα πρέπει να ελέγχονται γυναίκες με δείκτη μάζας σώματος> 25, συγγενείς πρώτου βαθμού με διαβήτη, εθνικότητα υψηλού κινδύνου, μετά από τοκετό νεογνού >4 κιλών, ιστορικό διαβήτη κύησης, αρτηριακή υπέρταση, υψηλά επίπεδα χοληστερίνης και τριγλυκεριδίων, προηγούμενη παθολογική γλυκόζη νηστείας, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ιστορικό αγγειακής νόσου, κ.α.

Η καλύτερη εξέταση για τη διάγνωση του διαβήτη είναι η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης στο αίμα.

Νοσήματα του θυρεοειδούς αδένα

Είναι συχνά ασυμπτωματικά και μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά όλα τα συστήματα του οργανισμού εάν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως.

Τα επίπεδα της TSH  (θυρεοτρόπος ορμόνη) θα πρέπει να ελέγχονται από την ηλικία των 50 και κάθε 5 έτη.  Για γυναίκες με κληρονομικό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας ή με ατομικό ιστορικό αυτοάνοσης νόσου ο έλεγχος θα πρέπει να αρχίζει νωρίτερα, με την καθοδήγηση του ενδοκρινολόγου.

Αρτηριακή υπέρταση

Ορίζεται ως η συστολική πίεση >140 mmHg ή διαστολική πίεση>90mmHg σε τουλάχιστον 2 μετρήσεις και σε τουλάχιστον 2 διαφορετικές συνεδρίες. Πρόκειται για έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου της καρδιαγγειακής νόσου και των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.

Καθώς συνήθως είναι ασυμπτωματική, το Κολλέγιο συνιστά ετήσιο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης από την ηλικία των 13.

Διαταραχές των λιπιδίων

Τα υψηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα οδηγούν σε αθηροσκλήρωση και κατά συνέπεια σε καρδιαγγειακή νόσο και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Η στεφανιαία νόσος παραμένει το νούμερο ένα αίτιο θνησιμότητας στον δυτικό κόσμο.

Βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών, στις γυναίκες από την ηλικίας 65 ετών και άνω θα πρέπει να γίνεται μέτρηση της LDL (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης), HDL (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης) και των τριγλυκεριδίων στο αίμα κάθε 5 έτη. Σε γυναίκες με παράγοντες κινδύνου, όπως,  με οικογενειακό ιστορικό οικογενούς υπερλιπιδαιμίας ή οικογενειακό ιστορικό πρόωρης υπερλιπιδαιμίας, οικογενειακό ή ατομικό ιστορικό αγγειακής νόσου, παχυσαρκία, υπέρταση ή σακχαρώδη διαβήτη, ο έλεγχος θα πρέπει να αρχίζει νωρίτερα.

Παχυσαρκία

Ένα άτομο θεωρείται παχύσαρκο όταν έχει δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο από 30. Η παχυσαρκία είναι συνδεδεμένη με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, σακχαρώδους διαβήτη, αρτηριακής υπέρτασης, ορισμένων μορφών καρκίνου, υπνική άπνοια, οστεοαρθρίτιδα χολολιθίαση, καταθλπιτική συνδρομή κ.α.

Κατά συνέπεια, η τακτική μέτρηση του ύψους και του βάρους για τον υπολογισμό του δείκτη μάζας σώματος και η προσπάθεια παραμονής στα φυσιολογικά όρια (18,5-25) είναι μεγίστης σημασίας.

Επιμέλεια κειμένου- Αναστασία Μορτάκη, Ειδικευόμενη Μαιευτικής Γυναικολογίας