Γνωρίζουμε ότι η μόλυνση από τους ιούς των ανθρωπίνων θηλωμάτων είναι συχνή στις γυναίκες και συνήθως υποχωρεί από μόνη της. Υπάρχει όμως μικρή πιθανότητα η χρόνια λοίμωξη από μια ομάδα HPV, που ονομάζονται HPV υψηλού κινδύνου και είναι καρκινογόνοι, να δημιουργήσει προκαρκινικές αλλοιώσεις, οι οποίες αργότερα να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτημα:
Σε ποιές εξετάσεις θα πρέπει να υποβληθεί μια γυναίκα προκειμένου να διερευνήσουμε αν υπάρχουν δυσμενή επακόλουθα από την HPV-μόλυνση; Και πώς χρησιμοποιούμε αυτές τις εξετάσεις; Υπάρχουν κάποια τεστ που γίνονται ρουτίνα σε όλο τον γυναικείο πληθυσμό και υπάρχουν και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις; Ποια τακτική ακολουθούμε;
Ο κίνδυνος για καρκινογένεση από τους HPV αφορά το κατώτερο γεννητικό σύστημα της γυναίκας. Το πιο συχνό όργανο-στόχος είναι ο τράχηλος της μήτρας. Λιγότερο κινδυνεύουν το αιδοίο και ο κόλπος. Οι HPV προσβάλλουν τα επιθήλια (στοιβάδες από κύτταρα) που καλύπτουν αυτά τα όργανα.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που γίνονται στις γυναίκες αποσκοπούν στο να ελεγχθούν τα επιθήλια στο κατώτερο γεννητικό σύστημα προκειμένου να αποκαλυφθεί εάν έχουν προσβληθεί από τους HPV και κυρίως εάν υπάρχουν προκαρκινικές αλλοιώσεις.
Οι εξετάσεις που μπορεί να συστήσει ο γιατρός σας να γίνουν είναι οι εξής:
– Γυναικολογική εξέταση
– Τεστ Παπανικολάου
– Κολποσκόπηση
– Βιοψία
– Μοριακά τεστ για αναζήτηση του DNA των HPV, του mRNA και άλλα μοριακά τεστ (όπως p16, Ki-67 κλπ).
Στην απλή γυναικολογική εξέταση φαίνονται μόνο τα οξυτενή κονδυλώματα , που είναι αλλοιώσεις ορατές με το γυμνό μάτι και συνήθως ψηλαφώνται επειδή προεξέχουν από το δέρμα και τους βλεννογόνους. Τα κονδυλώματα αυτά είναι κατά κανόνα καλοήθη και συνήθως δημιουργούνται από HPV χαμηλού κινδύνου. Οι προκαρκινικές αλλοιώσεις δεν φαίνονται στην απλή κλινική εξέταση με εξαίρεση ένα μικρό ποσοστό προκαρκινικών αλλοιώσεων στο αιδοίο. Στην απλή γυναικολογική εξέταση φαίνονται βέβαια οι προχωρημένοι καρκίνοι. Όμως, η σωστή πρόληψη επιβάλλει την ανεύρεση προκαρκινικών αλλοιώσεων που είναι θεραπεύσιμες. Θεραπεύσιμες είναι οι αλλοιώσεις όταν εντοπίζονται επιφανειακά, αφορούν δηλαδή μόνο στο επιθήλιο.
Στο τεστ Παπανικολάου λαμβάνονται κύτταρα από την επιφάνεια του επιθηλίου του τραχήλου της μήτρας και του κόλπου και στη συνέχεια μελετώνται στο μικροσκόπιο. Εάν βρεθούν «άτυπα» κύτταρα γίνεται περαιτέρω έλεγχος με κολποσκόπηση και βιοψία.
Κατά την κολποσκόπηση επισκοπείται η επιφάνεια του επιθηλίου με δυνατό φωτισμό και υπό μεγέθυνση με σκοπό τον εντοπισμό ύποπτων περιοχών. Εάν βρεθούν ύποπτες αλλοιώσεις, λαμβάνονται βιοψίες προκειμένου να μελετηθεί λεπτομερώς ο ιστός στο μικροσκόπιο και να τεθεί ακριβής διάγνωση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο γιατρός θα ζητήσει να γίνει αναζήτηση του DNA των HPV (HPV τεστ). Η εξέταση αυτή δεν συνιστάται να γίνεται ρουτίνα σε όλες τις γυναίκες. Σε γυναίκες μικρότερες των 30 ετών η μόλυνση από τους HPV είναι πολύ συχνή και συνήθως υποχωρεί από μόνη της χωρίς να δημιουργηθούν προκαρκινικές αλλοιώσεις. Για το λόγο αυτό δεν συνιστάται εφαρμογή του HPV τεστ σε γυναίκες μικρών ηλικιών. Όμως μετά την ηλικία των 30 ετών το HPV τεστ είναι πολύ χρήσιμο μόνο του ή σε συνδυασμό με το τεστ Παπανικολάου για τον έλεγχο ρουτίνας του πληθυσμού. Έχει αποδειχθεί ότι εάν έχουμε θετικό HPV τεστ μετά την ηλικία των 30 ετών μπορεί να πρόκειται για επιμένουσα λοίμωξη από HPV υψηλού κινδύνου και στις περιπτώσεις αυτές η ανεύρεση προκαρκινικών αλλοιώσεων είναι συχνή.
Το HPV-test μας βοηθά επίσης όταν έχουμε τεστ Παπανικολάου με διάγνωση ASCUS. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν «άτυπα» κύτταρα χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια εάν πρόκειται για απλή λοίμωξη ή για προκαρκινική αλλοίωση. Εάν κάνουμε HPV τεστ και αποβεί θετικό σημαίνει ότι υπάρχουν HPV υψηλού κινδύνου και καλόν είναι να γίνει κολποσκόπηση για τον εντοπισμό των προκαρκινικών αλλοιώσεων.
Εκτός από το HPV τεστ υπάρχουν και άλλα μοριακά τεστ (mRNA, p16, Ki-67 κλπ), που γίνονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εάν κριθεί σκόπιμο.
Όσον αφορά στον εντοπισμό της μόλυνσης από τους HPV και την ανίχνευση προκαρκινικών αλλοιώσεων καμιά εξέταση από μόνη της δεν είναι τέλεια και δεν προσφέρει διαγνωστική κάλυψη 100%. Ούτε είναι φρόνιμο σε κάθε γυναίκα να γίνονται αδιακρίτως όλες οι εξετάσεις. Μόνο ο εξειδικευμένος γιατρός είναι σε θέση να συμβουλεύσει τη συγκεκριμένη γυναίκα ανάλογα με την ηλικία της και το ιστορικό της, σε ποια εξέταση ή εξετάσεις πρέπει να υποβληθεί. Ανάλογα με τα αποτελέσματα του αρχικού ελέγχου, πάλι ο ειδικός γιατρός θα κρίνει εάν χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος με ακόμη πιο ειδικές εξετάσεις και τελικά θα αποφασιστεί εάν χρειάζεται θεραπεία ή παρακολούθηση και πώς θα γίνουν.