Στις περισσότερες περιπτώσεις με αλλοιώσεις HSIL προτιμάται η αφαίρεση της ΖΜ, ιδίως σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Ο λόγος είναι, ότι σε γυναίκες μεγαλύτερων ηλικιών με HSIL, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος να διαφύγει από την κολποσκόπηση εστία διηθητικού καρκίνου ή αδενοκαρκίνωμα. Ειδικά, σε αλλοιώσεις μεγάλης εκτάσεως, που εισέρχονται στον ενδοτραχηλικό σωλήνα, ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Σε γυναίκες μικρότερες των 30 ετών με HSIL, εάν δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία για χειρότερη αλλοίωση (πλήρως ορατές αλλοιώσεις, μικρής έκτασης, που δεν εισέρχονται στο σωλήνα) μπορεί να επιλεγεί από το γιατρό μέθοδος καταστροφής της ζώνης μετάπλασης. Έχει αποδειχθεί από μελέτες, ότι μια θεραπεία στον τράχηλο της μήτρας για SIL έχει πολύ μικρό ποσοστό παρενεργειών στη γονιμότητα της γυναίκας. Το ποσοστό αυξάνεται βέβαια σημαντικά σε περιπτώσεις επανάληψης της θεραπείας. Τα προβλήματα (κυρίως πρόωρη ρήξη των υμένων) είναι πιο συχνά στην ομάδα γυναικών που έχει υποστεί αφαιρετικές μεθόδους θεραπείας (η διαφορά είναι μικρή, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένη).
Είναι απαραίτητο, σε κάθε περίπτωση, να προηγείται της θεραπείας κολποσκοπική εκτίμηση από έμπειρο γιατρό στην παθολογία του τραχήλου της μήτρας. Η κολποσκοπική εκτίμηση θα βοηθήσει να αποφασιστεί το βάθος εκτομής. Σε νέες γυναίκες συνήθως δεν χρειάζεται να αφαιρεθεί ιστός σε βάθος μεγαλύτερο από 7-8 χιλιοστά. Σε επιλεγμένες μελέτες, που τηρήθηκε σωστός προεγχειρητικός σχεδιασμός και η επέμβαση έγινε από ειδικευμένους γιατρούς, αποδείχτηκε με υπερηχογράφημα πριν και μετά την επέμβαση, ότι δεν υπήρχε σημαντική ανατομική διαφορά στον τράχηλο.
Σε περίπτωση που διαγνωστεί HSIL κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνιστάται παρακολούθηση και θεραπεία μετά τον τοκετό, υπό την προϋπόθεση, ότι έχει γίνει πλήρης έλεγχος (τεστ Παπανικολάου, κολποσκόπηση και βιοψία) και είναι σίγουρο ότι δεν υπάρχει κάτι χειρότερο.